αγγέλισμα

αγγέλισμα
το [αγγελίζω]
1. βοήθεια σε φτωχό, ελεημοσύνη
2. απροσδόκητη συμφορά, δυστυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγγέλισμα — το η ελεημοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”